φιγουρατζής

φιγουρατζής
ο
θηλ. -ού αυτός που εμφανίζεται επιδεικτικά, που επιδείχνεται: Η φιγουρατζού η εξαδέρφη του μας κάνει την αριστοκράτισσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιγουρατζής — ο, θηλ. φιγουρατζού, Ν αυτός που τού αρέσει να κάνει φιγούρες, να επιδεικνύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιγούρα + κατάλ. ατζής (πρβλ. καβγ ατζής)] …   Dictionary of Greek

  • -τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • φιγουρατζίδικος — η, ο, Ν [φιγουρατζής] επιδεικτικός …   Dictionary of Greek

  • φιγουρατζίδικος — η, ο φιγουρατζής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”